- πυρίως
- πύριοςadverbialπύριοςmasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πύριος — Αλεξανδρινός θεολόγος και συγγραφέας, που έζησε στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. Aπό τους επιφανέστερους πρεσβύτερους της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο Π. διετέλεσε διδάσκαλος και προϊστάμενος της αλεξανδρινής κατηχητικής σχολής και, για την πολυμάθειά… … Dictionary of Greek